λιθοτομία NOUN

Count: 39

ShortDef

a place where stone is cut, a quarry

Dictionaries

LSJ (λιθοτομία)
Middle Liddell (λιθοτομία)

Form List

form parse count
λιθοτομία NOM.SG FEM 2
λιθοτομίαν ACC.SG FEM 2
λιθοτομίας GEN.SG FEM 7
λιθοτομίᾳ DAT.SG FEM 1
λιθοτομίαι NOM.PL FEM 6
λιθοτομίας ACC.PL FEM 11
λιθοτομιῶν GEN.PL FEM 3
λιθοτομιέων GEN.PL FEM 2
λιθοτομίαις DAT.PL FEM 5