ῥητορικός NOUN
Count: 34
ShortDef
oratorical, rhetorical
Dictionaries
Cambridge Greek Lexicon (ῥητορικός)
LSJ (ῥητορικός)
Other Lemmas (only diacritic or part-of-speech differences)
ῥητορικός
(ADJ)
459
Ῥητορικός
(NOUN)
3
ῥητορικός
(ADV)
17