κυβερνήτης NOUN

Count: 681

ShortDef

a steersman, helmsman, pilot

Dictionaries

Cambridge Greek Lexicon (κυβερνήτης)
LSJ (κυβερνήτης)
Cunliffe (Lex Entries) (κυβερνήτης)
Lexicon Thucydideum (κυβερνήτης)
Middle Liddell (κυβερνήτης)

Other Lemmas (only diacritic or part-of-speech differences)

κυβερνητης (NOUN) 1

Form List

form parse count
κυβερνήτης NOM.SG MASC 206
κυβερνάτας NOM.SG MASC 1
κυβερνήτας NOM.SG MASC 1
κυβερνατὴρ NOM.SG MASC 1
κυβερνήτην ACC.SG MASC 137
κυβερνήταν ACC.SG MASC 1
κυβερνήτου GEN.SG MASC 82
κυβερνήτεω GEN.SG MASC 2
κυβερνατῆρος GEN.SG MASC 1
κυβερνήτῃ DAT.SG MASC 60
κυβερνήται DAT.SG MASC 1
κυβερνήτηι DAT.SG MASC 1
κυβερνῆται NOM.PL MASC 52
κυβερνῆταί NOM.PL MASC 5
κυβερνήτας ACC.PL MASC 38
κυβερνητῶν GEN.PL MASC 48
κυβερνήταις DAT.PL MASC 41
κυβερνήτῃσι DAT.PL MASC 2
κυβερνῆθ’ VOC.PL MASC 1