ὀλολυγμός NOUN

Count: 20

ShortDef

a loud crying

Dictionaries

Cambridge Greek Lexicon (ὀλολυγμός)
LSJ (ὀλολυγμός)
Middle Liddell (ὀλολυγμός)

Form List

form parse count
ὀλολυγμὸς NOM.SG MASC 5
ὀλολυγμὸν ACC.SG MASC 5
ὀλολυγμοῦ GEN.SG MASC 2
ὀλολυγμοὶ NOM.PL MASC 1
ὀλολυγμοὺς ACC.PL MASC 3
ὀλολυγμούς ACC.PL MASC 1
ὀλολυγμῶν GEN.PL MASC 2
ὀλολυγμοῖς DAT.PL MASC 1