στηριγμός NOUN

Count: 23

ShortDef

a propping, supporting

Dictionaries

LSJ (στηριγμός)

Form List

form parse count
στηριγμός NOM.SG MASC 2
στηριγμὸς NOM.SG MASC 1
στηριγμὸν ACC.SG MASC 7
στηριγμοῦ GEN.SG MASC 3
στηριγμοί NOM.PL MASC 1
στηριγμοὶ NOM.PL MASC 1
στηριγμούς ACC.PL MASC 4
στηριγμοὺς ACC.PL MASC 3
στηριγμῶν GEN.PL MASC 1