διορθωτής NOUN

Count: 12

ShortDef

a corrector, reformer

Dictionaries

Cambridge Greek Lexicon (διορθωτής)
LSJ (διορθωτής)
Middle Liddell (διορθωτής)

Form List

form parse count
διορθωτὴς NOM.SG MASC 2
διορθωτής NOM.SG MASC 1
διορθωτὴν ACC.SG MASC 5
διορθωτοῦ GEN.SG MASC 1
διορθωταὶ NOM.PL MASC 1
διορθωτάς ACC.PL MASC 1
διορθωτὰς ACC.PL MASC 1