κατάσκοπος NOUN

Count: 267

ShortDef

one who keeps a look out, a scout, spy

Dictionaries

Cambridge Greek Lexicon (κατάσκοπος)
LSJ (κατάσκοπος)
Lexicon Thucydideum (κατάσκοπος)
Middle Liddell (κατάσκοπος)

Other Lemmas (only diacritic or part-of-speech differences)

κατασκοπος (NOUN) 1

Form List

form parse count
κατάσκοπος NOM.SG MASC 31
κατάσκοπός NOM.SG MASC 3
κατάσκοπον ACC.SG MASC 28
κατάσκοπόν ACC.SG MASC 1
κατασκόπου GEN.SG MASC 7
κατασκόπῳ DAT.SG MASC 3
κατάσκοπε VOC.SG MASC 1
κατασκόπω NOM.DU MASC 1
κατάσκοποι NOM.PL MASC 47
κατάσκοποί NOM.PL MASC 7
κατασκόπους ACC.PL MASC 78
κατασκόπων GEN.PL MASC 52
κατασκόποις DAT.PL MASC 8