διθύραμβος NOUN

Count: 93

ShortDef

the dithyramb

Dictionaries

LSJ (διθύραμβος)

Other Lemmas (only diacritic or part-of-speech differences)

Διθύραμβος (NOUN) 7

Form List

form parse count
διθύραμβος NOM.SG MASC 8
διθύραμβός NOM.SG MASC 1
διθύραμβον ACC.SG MASC 18
διθυράμβου GEN.SG MASC 1
διθυράμβῳ DAT.SG MASC 8
Διθυράμβῳ DAT.SG MASC 1
διθυράμβω NOM.DU MASC 1
διθύραμβοι NOM.PL MASC 6
διθυράμβους ACC.PL MASC 16
διθυράμβων GEN.PL MASC 22
διθυράμβοις DAT.PL MASC 10
Διθυράμβοις DAT.PL MASC 1