διαμπερές ADV

Count: 81

ShortDef

through and through, right through, clean through

Dictionaries

Cambridge Greek Lexicon (διαμπερές)
LSJ (διαμπερές)
Cunliffe (Lex Entries) (διαμπερές)

Other Lemmas (only diacritic or part-of-speech differences)

Διαμπερές (NOUN) 1

Form List

form parse count
διαμπερὲς INDECL 53
διαμπερές INDECL 28