πειστικός ADV

Count: 1

ShortDef

persuasive

Dictionaries

Cambridge Greek Lexicon (πειστικός)
LSJ (πειστικός)
Middle Liddell (πειστικός)

Other Lemmas (only diacritic or part-of-speech differences)

πειστικός (ADJ) 23

Form List

form parse count
πειστικῶς INDECL 1