δογματικός ADJ

Count: 211

ShortDef

of or for doctrines, didactic; non-empirical

Dictionaries

LSJ (δογματικός)

Other Lemmas (only diacritic or part-of-speech differences)

δογματικός (ADV) 22
Δογματικός (NOUN) 1

Form List

form parse count
δογματικὸς NOM.SG MASC 7
δογματικός NOM.SG MASC 3
δογματικὸν ACC.SG MASC 6
δογματικόν ACC.SG MASC 2
δογματικοῦ GEN.SG MASC 3
δογματικῷ DAT.SG MASC 2
δογματικοὶ NOM.PL MASC 31
δογματικοί NOM.PL MASC 17
δογματικοὺς ACC.PL MASC 16
δογματικούς ACC.PL MASC 2
δογματικῶν GEN.PL MASC 48
δογματικοῖς DAT.PL MASC 29
δογματικοί VOC.PL MASC 1
δογματικὴ NOM.SG FEM 4
δογματική NOM.SG FEM 2
δογματικὴν ACC.SG FEM 6
δογματικήν ACC.SG FEM 2
δογματικῆς GEN.SG FEM 5
δογματικῇ DAT.SG FEM 4
δογματικὰς ACC.PL FEM 5
δογματικῶν GEN.PL FEM 2
δογματικαῖς DAT.PL FEM 5
δογματικόν NOM.SG NEUT 1
δογματικὸν ACC.SG NEUT 1
δογματικῶν GEN.PL NEUT 1
δογματικοῖς DAT.PL NEUT 2
δογματικώτατον SUP NOM.SG NEUT 1
δογματικώτατον SUP ACC.SG NEUT 1
δογματικώτατα SUP ACC.PL NEUT 2