ἐλεγκτικός ADJ

Count: 57

ShortDef

fond of cross-questioning

Dictionaries

Cambridge Greek Lexicon (ἐλεγκτικός)
LSJ (ἐλεγκτικός)
Middle Liddell (ἐλεγκτικός)

Other Lemmas (only diacritic or part-of-speech differences)

Ἐλεγκτικός (ADJ) 1
ἐλεγκτικός (ADV) 12

Form List

form parse count
ἐλεγκτικός NOM.SG MASC 8
ἐλεγκτικὸς NOM.SG MASC 3
ἐλεγκτικόν ACC.SG MASC 3
ἐλεγκτικὸν ACC.SG MASC 1
ἐλεγκτικοῦ GEN.SG MASC 1
ἐλεγκτικοί NOM.PL MASC 1
ἐλεγκτικοὶ NOM.PL MASC 1
ἐλεγκτικοὺς ACC.PL MASC 3
ἐλεγκτικούς ACC.PL MASC 2
ἐλεγκτική NOM.SG FEM 1
ἐλεγκτικὴν ACC.SG FEM 2
ἐλεγκτικήν ACC.SG FEM 1
ἐλεγκτικῆς GEN.SG FEM 1
ἐλεγκτικαὶ NOM.PL FEM 1
ἐλεγκτικὰς ACC.PL FEM 1
ἐλεγκτικόν NOM.SG NEUT 5
ἐλεγκτικὸν NOM.SG NEUT 4
ἐλεγκτικὸν ACC.SG NEUT 5
ἐλεγκτικόν ACC.SG NEUT 1
ἐλεγκτικῷ DAT.SG NEUT 1
ἐλεγκτικά NOM.PL NEUT 3
ἐλεγκτικὰ NOM.PL NEUT 2
ἐλεγκτικῶν GEN.PL NEUT 2
ἐλεγκτικοῖς DAT.PL NEUT 1
ἐλεγκτικώτατος SUP NOM.SG MASC 1
ἐλεγκτικωτάτου SUP GEN.SG MASC 1
ἐλεγκτικώτατα SUP ACC.PL NEUT 1