ἀρθριτικός ADJ

Count: 92

ShortDef

of or for the joints, diseased in the joints

Dictionaries

LSJ (ἀρθριτικός)

Other Lemmas (only diacritic or part-of-speech differences)

Ἀρθριτικός (ADJ) 2

Form List

form parse count
ἀρθριτικὸς NOM.SG MASC 8
ἀρθριτικὸν ACC.SG MASC 4
ἀρθριτικόν ACC.SG MASC 2
ἀρθριτικοῦ GEN.SG MASC 1
ἀρθριτικοὶ NOM.PL MASC 1
ἀρθριτικοὺς ACC.PL MASC 9
ἀρθριτικούς ACC.PL MASC 5
ἀρθριτικῶν GEN.PL MASC 1
ἀρθριτικοῖς DAT.PL MASC 22
ἀρθριτικὴ NOM.SG FEM 1
ἀρθριτικὰς ACC.PL FEM 2
ἀρθριτικάς ACC.PL FEM 1
ἀρθριτικὸν NOM.SG NEUT 1
ἀρθριτικῷ DAT.SG NEUT 1
ἀρθριτικὰ NOM.PL NEUT 5
ἀρθριτικά NOM.PL NEUT 3
ἀρθριτικά ACC.PL NEUT 1
ἀρθριτικῶν GEN.PL NEUT 16
ἀρθριτικοῖς DAT.PL NEUT 7
ἀρθριτικοῖσιν DAT.PL NEUT 1