συμποτικός ADJ

Count: 62

ShortDef

of or for a συμπόσιον, convivial, jolly

Dictionaries

Cambridge Greek Lexicon (συμποτικός)
LSJ (συμποτικός)

Other Lemmas (only diacritic or part-of-speech differences)

συμποτικός (ADV) 1
Συμποτικός (ADJ) 1

Form List

form parse count
συμποτικός NOM.SG MASC 4
συμποτικὸς NOM.SG MASC 3
ξυμποτικὸς NOM.SG MASC 2
συμποτικόν ACC.SG MASC 2
συμποτικὸν ACC.SG MASC 1
συμποτικοῦ GEN.SG MASC 1
συμποτικοί NOM.PL MASC 1
συμποτικοὶ NOM.PL MASC 1
συμποτικούς ACC.PL MASC 1
συμποτικοὺς ACC.PL MASC 1
συμποτικῶν GEN.PL MASC 1
συμποτικοῖς DAT.PL MASC 1
συμποτικοῖσι DAT.PL MASC 1
συμποτική NOM.SG FEM 1
συμποτικὴν ACC.SG FEM 1
συμποτικῆς GEN.SG FEM 2
συμποτικαὶ NOM.PL FEM 1
συμποτικὰς ACC.PL FEM 5
συμποτικαῖς DAT.PL FEM 1
συμποτικόν NOM.SG NEUT 3
συμποτικὸν NOM.SG NEUT 2
συμποτικὸν ACC.SG NEUT 4
συμποτικόν ACC.SG NEUT 1
συμποτικά NOM.PL NEUT 2
συμποτικὰ NOM.PL NEUT 1
συμποτικὰ ACC.PL NEUT 1
συμποτικῶν GEN.PL NEUT 6
συμποτικοῖς DAT.PL NEUT 4
Συμποτικοῖς DAT.PL NEUT 1
συμποτικώτερον COMP NOM.SG NEUT 1
συμποτικώτατος SUP NOM.SG MASC 1
συμποτικώτατον SUP ACC.SG MASC 1
συμποτικώτατε SUP VOC.SG MASC 1
ξυμποτικωτάτω SUP ACC.DU MASC 1
συμποτικώτατοι SUP NOM.PL MASC 1