δικαστικός ADJ

Count: 53

ShortDef

of or for law or trials, practised in them

Dictionaries

Cambridge Greek Lexicon (δικαστικός)
LSJ (δικαστικός)
Middle Liddell (δικαστικός)

Other Lemmas (only diacritic or part-of-speech differences)

δικαστικός (ADV) 3

Form List

form parse count
δικαστικός NOM.SG MASC 1
δικαστικὸς NOM.SG MASC 1
δικαστικόν ACC.SG MASC 1
δικαστικὸν ACC.SG MASC 1
δικαστικῷ DAT.SG MASC 1
δικαστικούς ACC.PL MASC 1
δικαστικῶν GEN.PL MASC 1
δικαστικὴ NOM.SG FEM 5
δικαστική NOM.SG FEM 3
δικαστικὴν ACC.SG FEM 3
δικαστικήν ACC.SG FEM 2
δικαστικῆς GEN.SG FEM 7
δικαστικῇ DAT.SG FEM 3
δικαστικαί NOM.PL FEM 2
δικαστικόν NOM.SG NEUT 3
δικαστικὸν NOM.SG NEUT 1
δικαστικὸν ACC.SG NEUT 5
δικαστικόν ACC.SG NEUT 3
δικαστικὰ NOM.PL NEUT 3
δικαστικά ACC.PL NEUT 1
δικαστικῶν GEN.PL NEUT 3
δικαστικοῖς DAT.PL NEUT 2