συγκατοικτίζομαι VERB
Count: 1
ShortDef
to lament with
Dictionaries
Cambridge Greek Lexicon (συγκατοικτίζομαι)
LSJ (συγκατοικτίζομαι)
Middle Liddell (συγκατοικτίζομαι)
Form List
| form | parse | count |
|---|---|---|
| συγκατοικτιουμένη | FUT MID NOM.SG FEM PTCP | 1 |