πράμνειος NOUN
Count: 2
ShortDef
Pramnian
Dictionaries
Cambridge Greek Lexicon (Πράμνειος)
LSJ (Πράμνειος)
Cunliffe (Hompers) (Πράμνειος)
Other Lemmas (only diacritic or part-of-speech differences)
Πράμνειος
(ADJ)
1
πράμνειος
(ADJ)
3
Πράμνειος
(NOUN)
17