μαστιγίας NOUN

Count: 31

ShortDef

one that wants whipping, a rogue

Dictionaries

LSJ (μαστιγίας)
Middle Liddell (μαστιγίας)

Form List

form parse count
μαστιγίας NOM.SG MASC 9
μαστιγίαν ACC.SG MASC 3
μαστιγίου GEN.SG MASC 3
μαστιγία VOC.SG MASC 3
μαστιγίαι NOM.PL MASC 6
μαστιγίας ACC.PL MASC 3
μαστιγιῶν GEN.PL MASC 1
μαστιγίαις DAT.PL MASC 2
μαστιγίαι VOC.PL MASC 1