ἐξηγητικός VERB
Count: 1
ShortDef
of or for narrative, explanatory
Dictionaries
LSJ (ἐξηγητικός)
Middle Liddell (ἐξηγητικός)
Other Lemmas (only diacritic or part-of-speech differences)
ἐξηγητικός
(ADJ)
138
εξηγητικος
(NOUN)
7
ἐξηγητικός
(ADV)
2
ἐξηγητικός
(NOUN)
4
εξηγητικος
(ADJ)
2
εξηγητικός
(NOUN)
1
Form List
| form | parse | count |
|---|---|---|
| ἐξηγητικοὐς | PRES MID ACC.PL MASC PTCP | 1 |