ταξίαρχος NOUN

Count: 192

ShortDef

the commander of a squadron

Dictionaries

Cambridge Greek Lexicon (ταξίαρχος)
LSJ (ταξίαρχος)
Lexicon Thucydideum (ταξίαρχος)

Other Lemmas (only diacritic or part-of-speech differences)

Ταξίαρχος (NOUN) 9

Form List

form parse count
ταξίαρχος NOM.SG MASC 19
ταξίαρχον ACC.SG MASC 22
ταξιάρχου GEN.SG MASC 5
ταξιάρχῳ DAT.SG MASC 7
ταξίαρχε VOC.SG MASC 1
ταξίαρχοι NOM.PL MASC 33
ταξίαρχοί NOM.PL MASC 2
ταξιάρχους ACC.PL MASC 57
ταξιάρχων GEN.PL MASC 30
ταξιάρχοις DAT.PL MASC 14
ταξίαρχοί VOC.PL MASC 1
ταξίαρχοι VOC.PL MASC 1