διαιτητής NOUN

Count: 197

ShortDef

an arbitrator, umpire

Dictionaries

Cambridge Greek Lexicon (διαιτητής)
LSJ (διαιτητής)

Form List

form parse count
διαιτητὴς NOM.SG MASC 22
διαιτητής NOM.SG MASC 8
διαιτητὴν ACC.SG MASC 30
διαιτητήν ACC.SG MASC 11
διαιτητοῦ GEN.SG MASC 20
διαιτητῇ DAT.SG MASC 42
διαιτηταὶ NOM.PL MASC 14
διαιτηταί NOM.PL MASC 2
διαιτητὰς ACC.PL MASC 9
διαιτητάς ACC.PL MASC 6
διαιτητῶν GEN.PL MASC 22
διαιτηταῖς DAT.PL MASC 11