διασυρμός NOUN

Count: 12

ShortDef

disparagement, ridicule

Dictionaries

LSJ (διασυρμός)

Form List

form parse count
διασυρμός NOM.SG MASC 2
διασυρμὸς NOM.SG MASC 1
διασυρμὸν ACC.SG MASC 2
διασυρμόν ACC.SG MASC 1
διασυρμοῦ GEN.SG MASC 1
διασυρμῷ DAT.SG MASC 3
διασυρμοὶ NOM.PL MASC 1
διασυρμούς ACC.PL MASC 1