χιλίαρχος NOUN

Count: 445

ShortDef

the commander of a thousand men, a chiliarch

Dictionaries

LSJ (χιλίαρχος)
Middle Liddell (χιλίαρχος)

Form List

form parse count
χιλίαρχος NOM.SG MASC 58
χιλίαρχός NOM.SG MASC 1
χιλίαρχον ACC.SG MASC 40
χιλίαρχόν ACC.SG MASC 2
χιλιάρχου GEN.SG MASC 15
χιλιάρχῳ DAT.SG MASC 21
χιλίαρχοι NOM.PL MASC 90
χιλίαρχοί NOM.PL MASC 3
χιλιάρχους ACC.PL MASC 86
χιλιάρχων GEN.PL MASC 89
χιλιάρχοις DAT.PL MASC 40