σταλαγμός NOUN

Count: 57

ShortDef

a dropping, dripping

Dictionaries

Cambridge Greek Lexicon (σταλαγμός)
LSJ (σταλαγμός)
Middle Liddell (σταλαγμός)

Form List

form parse count
σταλαγμὸς NOM.SG MASC 5
σταλαγμός NOM.SG MASC 3
σταλαγμὸν ACC.SG MASC 12
σταλαγμόν ACC.SG MASC 2
σταλαγμοῦ GEN.SG MASC 3
σταλαγμῷ DAT.SG MASC 2
σταλαγμοὶ NOM.PL MASC 5
σταλαγμοὺς ACC.PL MASC 9
σταλαγμούς ACC.PL MASC 2
σταλαγμῶν GEN.PL MASC 10
σταλαγμοῖς DAT.PL MASC 4