δανεισμός NOUN

Count: 14

ShortDef

money-lending

Dictionaries

Cambridge Greek Lexicon (δανεισμός)
LSJ (δανεισμός)

Form List

form parse count
δανεισμὸς NOM.SG MASC 3
δανεισμοῦ GEN.SG MASC 1
δανεισμῷ DAT.SG MASC 1
δανεισμοὶ NOM.PL MASC 3
δανεισμοί NOM.PL MASC 1
δανεισμοὺς ACC.PL MASC 1
δανεισμῶν GEN.PL MASC 3
δανεισμοῖς DAT.PL MASC 1