καταφρονητής PUNC
Count: 1
ShortDef
a despiser
Dictionaries
Cambridge Greek Lexicon (καταφρονητής)
LSJ (καταφρονητής)
Middle Liddell (καταφρονητής)
Other Lemmas (only diacritic or part-of-speech differences)
καταφρονητής
(NOUN)
60
καταφρονητής
(ADJ)
1
καταφρονητής
(VERB)
2
Form List
form | parse | count |
---|---|---|
καταφρονη | INDECL | 1 |