δριμύτης NOUN

Count: 329

ShortDef

pungency, keenness

Dictionaries

LSJ (δριμύτης)
Middle Liddell (δριμύτης)

Form List

form parse count
δριμύτης NOM.SG FEM 37
δριμύτητα ACC.SG FEM 108
δριμύτητά ACC.SG FEM 9
δριμύτητος GEN.SG FEM 97
δριμύτητός GEN.SG FEM 4
δριμύτητι DAT.SG FEM 38
δριμύτητες NOM.PL FEM 7
δριμύτητές NOM.PL FEM 1
δριμύτητας ACC.PL FEM 21
δριμύτητάς ACC.PL FEM 1
δριμυτήτων GEN.PL FEM 3
δριμύτησιν DAT.PL FEM 2
δριμύτησι DAT.PL FEM 1