πρωτοτόκος NOUN
Count: 1
ShortDef
bearing her first-born
Dictionaries
Cambridge Greek Lexicon (πρωτοτόκος)
LSJ (πρωτοτόκος)
Cunliffe (Lex Entries) (πρωτοτόκος)
Middle Liddell (πρωτοτόκος)
Other Lemmas (only diacritic or part-of-speech differences)
πρωτότοκος
(ADJ)
1,050
πρωτότοκος
(NOUN)
159
πρωτοτοκος
(ADJ)
2
πρωτοτόκος
(ADJ)
1
πρωτότοκος
(NOUN)
2