κοινότης NOUN

Count: 137

ShortDef

a sharing in common, community, partnership

Dictionaries

Cambridge Greek Lexicon (κοινότης)
LSJ (κοινότης)

Form List

form parse count
κοινότης NOM.SG FEM 15
κοινότητα ACC.SG FEM 42
κοινότητά ACC.SG FEM 3
κοινότητος GEN.SG FEM 21
κοινότητι DAT.SG FEM 13
κοινότητες NOM.PL FEM 9
κοινότητές NOM.PL FEM 2
κοινότητας ACC.PL FEM 17
κοινότητάς ACC.PL FEM 1
κοινοτήτων GEN.PL FEM 8
κοινότησι DAT.PL FEM 3
κοινότησιν DAT.PL FEM 3