ἰός PRONOUN
Count: 3
ShortDef
an arrow
    
      poison
    
      rust
    
      one
    
  Dictionaries
LSJ (ἰός)
    
      LSJ (ἰός)
    
      LSJ (ἰός)
    
      LSJ (ἰός)
    
      Slater Pindar (ἰός)
    
      Cunliffe (Lex Entries) (ἰός)
    
      Middle Liddell (ἰός)
    
      Middle Liddell (ἰός2)
    
  Other Lemmas (only diacritic or part-of-speech differences)
        ἰός
        (NOUN)
        1,171
      
    
      
        ἰός
        (INTJ)
        179
      
    
      
        ἰός
        (VERB)
        256
      
    
      
        ιος
        (NOUN)
        46
      
    
      
        ίος
        (ADV)
        15
      
    
      
        ἰός
        (ADJ)
        49
      
    
      
        ιος
        (ADJ)
        44
      
    
      
        ίος
        (ADJ)
        22
      
    
      
        ιός
        (NOUN)
        15
      
    
      
        ἴος
        (ADJ)
        4
      
    
      
        ἱός
        (NOUN)
        11
      
    
      
        ιος
        (PRONOUN)
        7
      
    
      
        ῑο̄ς
        (NOUN)
        7
      
    
      
        ιός
        (ADJ)
        4
      
    
      
        ἴος
        (NOUN)
        10
      
    
      
        ιος
        (VERB)
        4
      
    
      
        ίος
        (NOUN)
        3
      
    
      
        ἶος
        (ADJ)
        6
      
    
      
        ῖος
        (ADJ)
        1
      
    
      
        ιός
        (VERB)
        1
      
    
      
        ἴος
        (VERB)
        1
      
    
      
        ίός
        (NOUN)
        2
      
    
      
        ιός
        (PRONOUN)
        1
      
    
      
        ἴ̈ος
        (ADJ)
        1
      
    
      
        ͞ι͞ο͞ς
        (NOUN)
        2
      
    
      
        ιος
        (ADV)
        1
      
    
      
        ίος
        (PRONOUN)
        1
      
    
      
        ἱός
        (ADJ)
        1
      
    
      
        ̔́ιος
        (ADJ)
        1
      
    
      
        ἱός
        (NOUN)
        1
      
    
      
        ΙΟΣ
        (PUNC)
        1
      
    
      
        ἰὸς
        (NOUN)
        1