διάλεκτος NOUN

Count: 526

ShortDef

discourse: discussion, debate, arguing

Dictionaries

Cambridge Greek Lexicon (διάλεκτος)
LSJ (διάλεκτος)

Other Lemmas (only diacritic or part-of-speech differences)

διαλεκτός (ADJ) 1
Διάλεκτος (NOUN) 4

Form List

form parse count
διάλεκτος NOM.SG FEM 42
διάλεκτός NOM.SG FEM 3
διάλεκτον ACC.SG FEM 204
διάλεκτόν ACC.SG FEM 5
διαλέκτου GEN.SG FEM 80
διαλέκτῳ DAT.SG FEM 96
διάλεκτοι NOM.PL FEM 11
διαλέκτους ACC.PL FEM 25
διαλέκτων GEN.PL FEM 37
διαλέκτοις DAT.PL FEM 23