συνεργία NOUN

Count: 37

ShortDef

joint working, cooperation

Dictionaries

LSJ (συνεργία)
Middle Liddell (συνεργία)

Form List

form parse count
συνεργία NOM.SG FEM 3
συνεργίαν ACC.SG FEM 18
συνεργίην ACC.SG FEM 1
συνεργίας GEN.SG FEM 8
συνεργίᾳ DAT.SG FEM 3
συνεργίαι NOM.PL FEM 1
συνεργίας ACC.PL FEM 1
συνεργιῶν GEN.PL FEM 1
συνεργίαις DAT.PL FEM 1