ἀξιόπιστος NOUN

Count: 1

ShortDef

trustworthy

Dictionaries

Cambridge Greek Lexicon (ἀξιόπιστος)
LSJ (ἀξιόπιστος)
Middle Liddell (ἀξιόπιστος)

Other Lemmas (only diacritic or part-of-speech differences)

ἀξιόπιστος (ADJ) 486
ἀξιόπιστος (ADV) 50
αξιοπιστος (NOUN) 2
ἀξιοπίστος (ADV) 1
ἀξίοπιστος (ADJ) 1
αξιοπιστος (ADJ) 1
ἀξίοπιστος (NOUN) 1

Masculine

 SGDUPLTOTAL
NOM
ACC 1
GEN
DAT
VOC
TOTAL 1 [] []  

Form List

form parse count
Ἀξιόπιστον ACC.SG MASC 1