κειμήλιον NOUN
Count: 114
ShortDef
a treasure, heirloom
Dictionaries
Cambridge Greek Lexicon (κειμήλιον)
LSJ (κειμήλιον)
Cunliffe (Lex Entries) (κειμήλιον)
Middle Liddell (κειμήλιον)
Middle Liddell (κειμήλιον)