μακροκέφαλος ADV

Count: 1

ShortDef

long-headed

Dictionaries

LSJ (μακροκέφαλος)
Middle Liddell (μακροκέφαλος)

Other Lemmas (only diacritic or part-of-speech differences)

μακροκέφαλος (ADJ) 8
μακροκέφαλος (NOUN) 6
μακρόκεφαλος (ADJ) 1
μακροκεφαλος (NOUN) 1

Form List

form parse count
Μακροκέφαλοι INDECL 1