ὀμηρός NOUN
Count: 1
ShortDef
No short def.
Dictionaries
No dictionary entries.
Other Lemmas (only diacritic or part-of-speech differences)
ὅμηρος
(NOUN)
6,060
ὄμηρος
(NOUN)
94
ὁμηρος
(NOUN)
27
ὁμηρός
(NOUN)
6
όμηρος
(NOUN)
5
ὁμήρός
(NOUN)
3
ὅμηρος
(ADJ)
6
ὁμῆρος
(NOUN)
1
ὀμηρος
(VERB)
1
ὁμηρός
(ADJ)
1
̔́ὅμηρος
(CONJ)
1
ὄμηρος
(ADJ)
2
Ὅμηρος
(NOUN)
1