σύμβουλος NOUN

Count: 576

ShortDef

an adviser, counsellor

Dictionaries

Cambridge Greek Lexicon (σύμβουλος)
LSJ (σύμβουλος)
Lexicon Thucydideum (σύμβουλος)
Middle Liddell (σύμβουλος)

Other Lemmas (only diacritic or part-of-speech differences)

Σύμβουλος (NOUN) 1

Form List

form parse count
σύμβουλος NOM.SG MASC 93
ξύμβουλος NOM.SG MASC 16
σύμβουλός NOM.SG MASC 9
σύμβουλον ACC.SG MASC 116
ξύμβουλον ACC.SG MASC 15
σύμβουλόν ACC.SG MASC 5
συμβούλου GEN.SG MASC 25
συμβούλῳ DAT.SG MASC 54
ξυμβούλῳ DAT.SG MASC 2
σύμβουλε VOC.SG MASC 1
ξυμβούλω NOM.DU MASC 1
συμβούλω ACC.DU MASC 2
σύμβουλοι NOM.PL MASC 40
ξύμβουλοι NOM.PL MASC 8
σύμβουλοί NOM.PL MASC 3
συμβούλους ACC.PL MASC 88
ξυμβούλους ACC.PL MASC 9
συμβούλων GEN.PL MASC 34
ξυμβούλων GEN.PL MASC 1
συμβούλοις DAT.PL MASC 49
ξυμβούλοισιν DAT.PL MASC 1
ξύμβουλος NOM.SG FEM 3
ξύμβουλός NOM.SG FEM 1