καρτερός ADV

Count: 117

ShortDef

strong, staunch, stout, sturdy

Dictionaries

Cambridge Greek Lexicon (καρτερός)
LSJ (καρτερός)
Cunliffe (Lex Entries) (καρτερός)
Lexicon Thucydideum (καρτερός)

Other Lemmas (only diacritic or part-of-speech differences)

καρτερός (ADJ) 603
Καρτερός (NOUN) 1

Form List

form parse count
καρτερῶς INDECL 116
καρτερώτατα @@@ -------s 1