πλεῖστος ADV
Count: 3
ShortDef
most, largest
Dictionaries
Cambridge Greek Lexicon (πλεῖστος)
LSJ (πλεῖστος)
Cunliffe (Lex Entries) (πλεῖστος)
Middle Liddell (πλεῖστος)
Other Lemmas (only diacritic or part-of-speech differences)
πλεῖστος
(ADJ)
10,974
πλεῖστος
(NOUN)
58
πλεῖστος
(VERB)
14
πλειστός
(ADJ)
3
πλειστός
(NOUN)
2
πλειστος
(ADJ)
2