πραγματεύομαι PRONOUN

Count: 1

ShortDef

to busy oneself, take trouble

Dictionaries

LSJ (πραγματεύομαι)
Middle Liddell (πραγματεύομαι)

Other Lemmas (only diacritic or part-of-speech differences)

πραγματεύομαι (VERB) 1,058
πραγματεύομαι (ADV) 27
πραγματεύομαι (ADJ) 16
πραγματεύομαι (INTJ) 6
πραγματεύομαι (NOUN) 2
πραγματεύομαι (PUNC) 1
 SGDUPLTOTAL
NOM
Venit 1
1
ACC
GEN
DAT
VOC
TOTAL 1 [] []  

Form List

form parse count
Venit NOM.SG 1