σύμμικτος ADJ

Count: 46

ShortDef

commingled, promiscuous

Dictionaries

Cambridge Greek Lexicon (σύμμικτος)
LSJ (σύμμικτος)
Lexicon Thucydideum (σύμμικτος)

Other Lemmas (only diacritic or part-of-speech differences)

Σύμμικτος (NOUN) 3

Form List

form parse count
σύμμικτος NOM.SG MASC 4
ξύμμεικτος NOM.SG MASC 1
σύμμικτον ACC.SG MASC 4
σύμμικτοι NOM.PL MASC 2
συμμίκτους ACC.PL MASC 2
συμμίκτων GEN.PL MASC 2
συμμείκτων GEN.PL MASC 2
σύμμικτος NOM.SG FEM 5
σύμμικτον ACC.SG FEM 3
συμμίκτου GEN.SG FEM 1
σύμμικτοι NOM.PL FEM 2
συμμίκτους ACC.PL FEM 1
σύμμικτον NOM.SG NEUT 1
σύμμικτον ACC.SG NEUT 4
σύμμικτόν ACC.SG NEUT 1
συμμείκτου GEN.SG NEUT 2
σύμμικτα NOM.PL NEUT 2
σύμμικτά ACC.PL NEUT 1
σύμμικτα ACC.PL NEUT 1
συμμίκτων GEN.PL NEUT 2
συμμείκτων GEN.PL NEUT 1
συμμίκτοις DAT.PL NEUT 2