ἀπόστολος ART

Count: 1

ShortDef

a messenger, ambassador, envoy

Dictionaries

Cambridge Greek Lexicon (ἀπόστολος)
LSJ (ἀπόστολος)
Middle Liddell (ἀπόστολος)

Other Lemmas (only diacritic or part-of-speech differences)

ἀπόστολος (NOUN) 4,538
ἀπόστολος (ADJ) 956
αποστολος (NOUN) 10
ἀπόστολος (VERB) 10
ἁπόστολος (NOUN) 8
ἀποστολός (NOUN) 3
ἀποστολος (NOUN) 8
ἄποστολος (NOUN) 1
ἀπὀστολος (NOUN) 1
ἁπόστολος (ADJ) 1
απόστολος (NOUN) 1
̓αποστόλος (NOUN) 1

Masculine

 SGDUPLTOTAL
NOM
ACC 1
GEN
DAT
VOC
TOTAL [] [] 1  

Form List

form parse count
τοὺςἀποστόλους ACC.PL MASC 1