παράπλοος ADJ
Count: 1
ShortDef
a sailing beside, a coasting voyage
Dictionaries
LSJ (παράπλοος)
Lexicon Thucydideum (παράπλοος)
Middle Liddell (παράπλοος)
Other Lemmas (only diacritic or part-of-speech differences)
Παράπλοος
(NOUN)
2
παράπλοος
(NOUN)
109