ἐπίληπτος ADV
Count: 2
ShortDef
caught
Dictionaries
Cambridge Greek Lexicon (ἐπίληπτος)
LSJ (ἐπίληπτος)
Middle Liddell (ἐπίληπτος)
Other Lemmas (only diacritic or part-of-speech differences)
ἐπίληπτος
(ADJ)
105
ἐπίληπτος
(VERB)
11
ἐπίληπτος
(NOUN)
6
επιληπτος
(ADJ)
1
ἐπιληπτός
(ADJ)
1