ἀμφότερος PREP
Count: 1
ShortDef
each of two, both
Dictionaries
LSJ (ἀμφότερος)
Anabasis Mather (ἀμφότερος)
Slater Pindar (ἀμφότερος)
Cunliffe (Lex Entries) (ἀμφότερος)
Lexicon Thucydideum (ἀμφότερος)
Middle Liddell (ἀμφότερος)
Other Lemmas (only diacritic or part-of-speech differences)
ἀμφότερος
(ADJ)
12,578
ἀμφότερος
(ADV)
255
ἀμφότερος
(PRONOUN)
27
ἀμφοτερός
(NOUN)
7
αμφότερος
(NOUN)
4
ἀμφοτερός
(ADJ)
12
ἀμφοτερος
(ADJ)
6
ἀμφοτερος
(ADV)
1
αμφότερος
(ADJ)
2
̓αμφότερος
(ADJ)
1
ἀμφότερος
(NUM)
2
ἀμφότερος
(NOUN)
4
Form List
form | parse | count |
---|---|---|
ἀμφότερ | INDECL | 1 |