ενεργεια NOUN
Count: 4
ShortDef
No short def.
    
  Dictionaries
No dictionary entries.
    
  Other Lemmas (only diacritic or part-of-speech differences)
        ἐνέργεια
        (NOUN)
        14,080
      
    
      
        ἐνέργεια
        (ADJ)
        852
      
    
      
        ἐνέργεια
        (VERB)
        216
      
    
      
        ἑνεργεία
        (NOUN)
        3
      
    
      
        ένέργεια
        (NOUN)
        4
      
    
      
        ἐνέργεια
        (PREP)
        2
      
    
      
        ἐνέργεια
        (ADV)
        3
      
    
      
        ἑνέργεια
        (NOUN)
        4
      
    
      
        ενέργεια
        (NOUN)
        1
      
    
      
        ένέργεια
        (ADJ)
        1
      
    
      
        ενεργεία
        (NOUN)
        2
      
    
      
        ἑνεργεία
        (ADJ)
        1
      
    
      
        ενέργεια
        (ADJ)
        1
      
    
      
        ἐνεργεία
        (NOUN)
        1
      
    
      
        ενέργεια
        (NOUN)
        1
      
    
      
        ἐνέργεια
        (NOUN)
        1