ήλιος NOUN
Count: 1
ShortDef
No short def.
Dictionaries
No dictionary entries.
Other Lemmas (only diacritic or part-of-speech differences)
ἥλιος
(NOUN)
12,869
ἥλιος
(ADJ)
169
ἡλιος
(NOUN)
32
ἠλιός
(NOUN)
9
ηλιος
(NOUN)
10
ἡλἰος
(NOUN)
4
ἥλιος
(ADV)
12
ἥλιος
(VERB)
9
ἤλιος
(NOUN)
5
ηλιος
(ADJ)
5
ἥλιος
(PUNC)
2
ηλιός
(NOUN)
3
̔́ἥλιος
(x-)
1
ἠλιος
(ADJ)
1
ἥλιος
(ART)
1
ἥλιος
(PRONOUN)
2
ἡλιος
(ADJ)
1
ἥλιος
(x-)
1
̔́ἥλιος
(NOUN)
1
̔ηλιός
(NOUN)
1
ήλιος
(ADJ)
1
Ἥλιος
(NOUN)
16
ἥλιος
(NOUN)
2
Ἣλιος
(NOUN)
1