θυρεπανοίκτης NOUN

Count: 5

ShortDef

door-opener

Dictionaries

LSJ (θυρεπανοίκτης)

Form List

form parse count
Θυρεπανοίκτης NOM.SG MASC 1
Θυρεπανοίκτηϲ NOM.SG MASC 1
θυρεπανοίκτηϲ NOM.SG MASC 1
θυρεπανοίκτην ACC.SG MASC 1
θυρεπανοῖκται NOM.PL MASC 1