κατήγορος NOUN

Count: 48

ShortDef

an accuser

Dictionaries

Cambridge Greek Lexicon (κατήγορος)
LSJ (κατήγορος)

Other Lemmas (only diacritic or part-of-speech differences)

κατήγορος (ADJ) 439

Form List

form parse count
κατήγορος NOM.SG MASC 38
κατήγωρ NOM.SG MASC 1
κατήγορός NOM.SG MASC 1
κατήγορον ACC.SG MASC 2
κατήγοροί NOM.PL MASC 2
κατήγοροι NOM.PL MASC 2
κατηγόρους ACC.PL MASC 1
κατηγόροις DAT.PL MASC 1