κατόπτης NOUN

Count: 18

ShortDef

a spy, scout

Dictionaries

Cambridge Greek Lexicon (κατόπτης)
LSJ (κατόπτης)
Middle Liddell (κατόπτης)

Masculine

 SGDUPLTOTAL
NOM 9
ACC 8
GEN
DAT
VOC 1
TOTAL 11 7  

Form List

form parse count
κατόπτης NOM.SG MASC 5
κατόπτα NOM.SG MASC 1
κατόπταν ACC.SG MASC 2
κατόπτην ACC.SG MASC 2
κατόπτα VOC.SG MASC 1
κατόπται NOM.PL MASC 3
κατόπτας ACC.PL MASC 4